σμυριδόπανο(ν)

σμυριδόπανο(ν)
το , σμυριδοχάρτης ο , σμυριδόχαρτο[ν] τό наждачная бумага

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "σμυριδόπανο(ν)" в других словарях:

  • σμυριδόπανο — το, Ν ύφασμα επιχρισμένο με σμυριδόσκονη το οποίο χρησιμοποιείται ως στιλβωτικό μέσο στην κατεργασία τών μετάλλων …   Dictionary of Greek

  • σμυριδόπανο — το πανί επιχρισμένο με σμύρη για τη λείανση επιφανειών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κόκκος — ο (AM κόκκος) 1. πολύ μικρού μεγέθους καρπός που συνήθως μαζί με άλλους αποτελεί τον κυρίως καρπό, όπως τού σιταριού, τής ροδιάς, τής παπαρούνας κ.ά. φυτών, σπυρί («τοσοῡτο πλῆθος γενέσθαι, ὅσοι ἐν τῇ ῥοιῇ κόκκοι», Ηροδ.) 2. μτφ. ελάχιστη… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»